κακοσμία

κακοσμία
Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη δυσάρεστων οσμών. Η κ. διακρίνεται σε αντικειμενική, που γίνεται αντιληπτή από το περιβάλλον του ασθενή, αλλά όχι από τον ίδιο, εξαιτίας της καταστροφής του οβλητικού βλεννογόνου, και σε υποκειμενική, την οποία αντιλαμβάνεται ο ίδιος ο ασθενής, όταν μολύνονται οι ρινικές του κοιλότητες. Αυτή η μορφή κ. μπορεί να οφείλεται και σε απλή αισθητηριακή ψευδαίσθηση και να μην έχει σχέση με συγκεκριμένη εξωτερική οσμή. Ορισμένες φορές η υποκειμενική κ. συνδέεται με νευρίτιδα του οσφρητικού νεύρου και προηγείται της ανοσμίας.
* * *
η (AM κακοσμία) [κάκοσμος]
άσχημη μυρωδιά, δυσοσμία, δυσωδία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κακοσμία — κακοσμίᾱ , κακοσμία a bad smell fem nom/voc/acc dual κακοσμίᾱ , κακοσμία a bad smell fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοσμίᾳ — κακοσμίᾱͅ , κακοσμία a bad smell fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοσμία — η κακή οσμή, δυσοσμία, βρόμα: Στα αποχωρητήρια υπάρχει μεγάλη κακοσμία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακοσμίας — κακοσμίᾱς , κακοσμία a bad smell fem acc pl κακοσμίᾱς , κακοσμία a bad smell fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοσμίαν — κακοσμίᾱν , κακοσμία a bad smell fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακοσμίην — κακοσμία a bad smell fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαρβατίλα — η [βαρβάτος] 1. ο γενετήσιος οργασμός, κυρίως του τράγου, των αρσενικών ζώων και των αντρών 2. η κακοσμία κατά την περίοδο του οργασμού 3. (για άντρες) κακοσμία από την απλυσιά …   Dictionary of Greek

  • δυσωδία — η (AM δυσωδία) 1. άσχημη μυρωδιά, κακοσμία 2. ανηθικότητα νεοελλ. φρ. «βρόμα και δυσωδία» α) αποκρουστική ακαθαρσία και κακοσμία β) αηδιαστική ανηθικότητα …   Dictionary of Greek

  • cacosmia — (Del gr. kakosmia, mal olor < kakos, malo + osme, olor.) ► sustantivo femenino MEDICINA Alteración del olfato, que hace agradables los olores repugnantes o fétidos. * * * cacosmia (del gr. «kakosmía», mal olor) f. Med. Alteración del sentido… …   Enciclopedia Universal

  • -ιά — κατάλ. πολλών θηλ. ουσ., με συνιζανόμενο ι (συμπροφέρεται ως ημίφωνο με το επόμενο φωνήεν σε μια συλλαβή) που εμφανίζεται: 1. Σε ονόματα δέντρων φυτών (κερασ ιά, αχλαδ ιά, κολοκυθ ιά), τα οποία έληγαν στους μτγν. χρόνους σε έα (πρβλ. αμυγδαλ έα) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”