κακοσμία — κακοσμίᾱ , κακοσμία a bad smell fem nom/voc/acc dual κακοσμίᾱ , κακοσμία a bad smell fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοσμίᾳ — κακοσμίᾱͅ , κακοσμία a bad smell fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοσμία — η κακή οσμή, δυσοσμία, βρόμα: Στα αποχωρητήρια υπάρχει μεγάλη κακοσμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοσμίας — κακοσμίᾱς , κακοσμία a bad smell fem acc pl κακοσμίᾱς , κακοσμία a bad smell fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοσμίαν — κακοσμίᾱν , κακοσμία a bad smell fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοσμίην — κακοσμία a bad smell fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβατίλα — η [βαρβάτος] 1. ο γενετήσιος οργασμός, κυρίως του τράγου, των αρσενικών ζώων και των αντρών 2. η κακοσμία κατά την περίοδο του οργασμού 3. (για άντρες) κακοσμία από την απλυσιά … Dictionary of Greek
δυσωδία — η (AM δυσωδία) 1. άσχημη μυρωδιά, κακοσμία 2. ανηθικότητα νεοελλ. φρ. «βρόμα και δυσωδία» α) αποκρουστική ακαθαρσία και κακοσμία β) αηδιαστική ανηθικότητα … Dictionary of Greek
cacosmia — (Del gr. kakosmia, mal olor < kakos, malo + osme, olor.) ► sustantivo femenino MEDICINA Alteración del olfato, que hace agradables los olores repugnantes o fétidos. * * * cacosmia (del gr. «kakosmía», mal olor) f. Med. Alteración del sentido… … Enciclopedia Universal
-ιά — κατάλ. πολλών θηλ. ουσ., με συνιζανόμενο ι (συμπροφέρεται ως ημίφωνο με το επόμενο φωνήεν σε μια συλλαβή) που εμφανίζεται: 1. Σε ονόματα δέντρων φυτών (κερασ ιά, αχλαδ ιά, κολοκυθ ιά), τα οποία έληγαν στους μτγν. χρόνους σε έα (πρβλ. αμυγδαλ έα) … Dictionary of Greek